Τα μετρημένα, λακωνικά λόγια και οι σεμνές ευχαριστίες, η αμηχανία και το ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή του Γιώργου Λάνθιμου, κατά την πρόσφατη τελετή απονομής της μεγαλύτερης διάκρισης που έγινε στη Βενετία σε Ελληνα δημιουργό μετά τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, είναι αντιστρόφως ανάλογα του τεράστιου ενθουσιασμού που έχει προκαλέσει η ταινία του «Poor Things» στον κόσμο του σινεμά.

Με μια εγκράτεια που απουσιάζει στις μέρες μας, ο Ελληνας σκηνοθέτης ευχαρίστησε την επιτροπή για την τιμή που του έγινε καλύπτοντας με τη σεμνότητά του τα πιο θερμά χειροκροτήματα που κράτησαν για δέκα λεπτά, τις πανηγυρικές αντιδράσεις του κοινού και τη σιγουριά ότι αυτή τη στιγμή είναι ο πιο πολυσυζητημένος Ελληνας στο εξωτερικό μαζί με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου – και σίγουρα ο μόνος διεθνής.

Επιστροφή στο σεξ

Αυτό το θρασύ, με την καλή έννοια, παιδί από το Παγκράτι μπορεί πλέον να αντικρίζει με σιγουριά, από τα σχεδόν δύο μέτρα ύψος του, τον κόσμο του ευρωπαϊκού σινεμά αλλά και του Χόλιγουντ, γνωρίζοντας πως δεν είναι όλοι αυτοί που του επιβάλλουν τους κανόνες, αλλά το αντίστροφο. Σε μια εποχή που οι σινεματικοί όροι καθορίζονται από τις μόδες και τις τάσεις κάνοντας τους δημιουργούς να προσπαθούν να χωρέσουν τις φιλόδοξες παραγωγές τους σε ένα υποκριτικά κάπως πολιτικώς ορθό σύστημα -βλέπε ταινίες όπως η «Barbie»-, ο Λάνθιμος είναι ο μόνος που το διαμορφώνει με τους δικούς του όρους: είχε ήδη προλάβει να κάνει την άκρως φεμινιστική και γυναικοκρατούμενη «Ευνοούμενη» σαρώνοντας τα βραβεία προτού καν το Χόλιγουντ παρασυρθεί από το κύμα του #metoo, έχοντας ήδη αφήσει πίσω του τις θλιβερές εποχές του «παράδοξου ελληνικού σινεμά», όπως έγινε γνωστό, με πολλούς σκηνοθέτες να προσπαθούν να τον μιμηθούν χωρίς επιτυχία.

Δείτε το τρέιλερ της νέας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου «Poor Things»

https://www.youtube.com/watch?v=Mu0Z9LOS6LI

Σε εποχές που τα πλέον αναγνωρισμένα ονόματα του κινηματογράφου ξέρουν ότι μπορούν να σημειώσουν επιτυχία είτε με επικές ταινίες -π.χ. «Οπενχάιμερ» του Νόλαν-, είτε με καταθλιπτικά ντοκουμέντα της αδιέξοδης εποχής που ζούμε, ο Λάνθιμος τολμά να μιλήσει για τη γυναικεία χειραφέτηση κρατώντας ζωντανό τον εφηβικό πειραματισμό του, τις ρομαντικές του αρχές και την αγάπη του για τις αυθάδεις πρωταγωνίστριες, τις οποίες μόνο αυτός μπορεί να προσεγγίζει με τέτοια τολμηρή ισορροπία


Τόσο στην οσκαρική «Ευνοούμενη» όσο και στη «Βληχή», την οποία γύρισε στη διάρκεια του κορωνοϊού στην Τήνο με την Εμα Στόουν, όπου αποθεωνόταν η σεξουαλική απελευθέρωση στην καρδιά της παλιάς Ελλάδας, βλέπαμε για πρώτη φορά να κινηματογραφείται με μπρίο, χιούμορ και ακρίβεια η γυναικεία αυτοϊκανοποίηση, κάνοντας τον Λάνθιμο τον πρώτο σκηνοθέτη που τολμούσε να ξαναφέρει στο άψυχο ερωτικά Χόλιγουντ το σεξ.

Οι γυναίκες του Λάνθιμου, ακόμα και αν είναι δημιουργήματα ενός εργαστηρίου, όπως η πρωταγωνίστρια του «Poor Things», Μπέλα Μπάξτερ, όχι μόνο είναι αυτόνομες σεξουαλικά, αλλά ξέρουν, στην ανάγκη, να διασκεδάζουν ερωτικά μεταξύ τους, δεν έχουν πρόβλημα να πειραματίζονται, χαίρονται τα προκαταρκτικά και φωνάζουν σε μια σύγχρονη κινηματογραφική βιομηχανία που έχει φτάσει να ποινικοποιεί, σχεδόν, τις σεξουαλικές σκηνές, ότι το σεξ μπορεί να είναι βρόμικο, ωραίο, ακόμα και αδιάφορο.
Σε αντίθεση, δηλαδή, με τις περισσότερες ταινίες που παίρνουν σοβαρά τον ερωτισμό, συνδέοντάς τον με το πάθος, το συναίσθημα ή το δράμα, η παντελής έλλειψη μελό από τις ταινίες του Λάνθιμου είναι αυτή που του δίνει την πρωτοκαθεδρία στο θέμα της αποτύπωσης του ερωτισμού στη μεγάλη οθόνη.

Με άλλα λόγια: pure sex, χωρίς τη δέουσα βαρύτητα ακόμα και sex που φτάνει στη γελοιότητα και συνδέεται άμεσα με το σώμα, το βασικό συστατικό στοιχείο της κινηματογράφησης του Ελληνα δημιουργού (είναι σίγουρο ότι πρόκειται να γραφτούν άπειρα διδακτορικά στα πανεπιστήμια για τη σχέση του Λάνθιμου με το σώμα). Εγραφε χαρακτηριστικά η κριτική του «Independent» για το «Poor Things»: «Σε αυτό το παράδοξο γοτθικό παραμύθι του Γιώργου Λάνθιμου, η Εμα Στόουν είναι η Μπέλα Μπάξτερ, μια άχαρη γυναίκα-παιδί την οποία φροντίζει ένας τρελός χειρουργός, ο Dr Γκόλντουιν Μπάξτερ (Γουίλεμ Νταφόε). Και είναι αυτός που μετατρέπει τη Μπέλα σε “Φρανκγκέρλ” με εγκέφαλο μικρού παιδιού, η οποία σταδιακά μαθαίνει να μιλάει.

Καθώς οι κινητικές της δεξιότητες εξακολουθούν να αναπτύσσονται, το βάδισμά της με τα ίσια και δύσκαμπτα λεπτά πόδια και τα μπράτσα της σαν μέλη κούκλας έχουν την άχαρη ομορφιά των χορευτικών επαναλήψεων της Πίνα Μπάους». Καταλήγοντας σημείωσε ότι το περιεχόμενο της ταινίας «ξεπερνά προφανώς τον “Φρανκενστάιν” της Σέλεϊ, αλλά το ανήσυχο ερευνητικό πνεύμα του Λάνθιμου, καθώς και η επιμονή του στην κοινωνική αξία της σεξουαλικής ελευθερίας των γυναικών, παραπέμπει επίσης στους Τόμας Χάρντι και Ντ. Χ. Λόρενς».
Η Εμα Στόουν, πρωταγωνίστρια στο «Poor Things», έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι ο Λάνθιμος είναι ο αγαπημένος της σκηνοθέτης

Γυναικεία χειραφέτηση

Ο Λάνθιμος, όμως, έχει τον δικό του αυθεντικό τρόπο να μιλάει για τη γυναικεία χειραφέτηση χωρίς καν να το διατυμπανίζει, απλώς ξέροντας ότι η σύγχρονη εκδοχή ενός γυναικείου Φρανκενστάιν -μην ξεχνάμε ότι ήταν δημιούργημα μιας έφηβης όπως η Μαίρη Σέλεϊ- είναι πολύ πιο πειστική από μια δραματική αφήγηση μιας εναλλακτικής γυναίκας σκηνοθέτιδος ή μιας στρατευμένης φεμινίστριας. Για να υλοποιήσει το όραμά του βρήκε την ιδανική μούσα στο πρόσωπο της φίλης του και αγαπημένης πρωταγωνίστριας Εμα Στόουν, η οποία μαζί με τη σύζυγό του Αριάν Λαμπέντ μοιάζουν να διαμορφώνουν ένα ισχυρό γυναικείο «στρατό» που χαρίζει δικαιωματικά στον Λάνθιμο το προνόμιο του ριζοσπάστη, μοντέρνου, ελεύθερου δημιουργού.

Ισως γι’ αυτό, εκτός από τη μεγάλη κινηματογραφική επάρκεια -που αποδεικνύεται από τα καλοδουλεμένα σενάρια του συνεργάτη του, Τόνι Μακναμάρα, στη δεύτερη συνεργασία τους μετά την «Ευνοούμενη», την άψογη φωτογραφία του Ιρλανδού Ρόμπι Ράιαν και το τρομερό μοντάζ του στενού του συνεργάτη, από την πρώτη μέρα, Γιώργου Μαυροψαρίδη – αυτό που κατεξοχήν τονίστηκε στις διθυραμβικές κριτικές της ταινίας «Poor Things» ήταν η ίδια η προσωπικότητα του Ελληνα δημιουργού, ο οποίος δεν θεωρείται πλέον απλός σκηνοθέτης, αλλά «οραματιστής», visionnaire όπως ήταν ο τίτλος του ειδικού αφιερώματος που ετοίμασε στον Ελληνα κινηματογραφιστή το έγκυρο «CineDweller».

Είναι, επομένως, σαφές ότι ο τίτλος αυτός δεν δίνεται παρά μόνο σε κάποιον που έχει δει αρκετά βραβεία να δεσπόζουν στο ράφι του και το δύσκολο κοινό του σινεμά υποκλίνεται στο πέρασμά του – και είναι ίσως η πρώτη φορά που ένας δημιουργός από τον «εναλλακτικό» και «πειραματικό» κόσμο των κλειστών και άκρως ελιτιστικών κύκλων των φεστιβάλ αναγνωρίστηκε από το ευρύ κοινό και το Χόλιγουντ.

Πόσοι, άλλωστε, έχουν βρεθεί να γελάνε με τη βασίλισσα Ελισάβετ («Ευνοούμενη») ή το δράμα των απελπισμένων εραστών («Αστακός»); Ο Λάνθιμος έχει καταφέρει να γίνει αρκούντως Βρετανός ως προς τη φλεγματική πρόσληψη των πραγμάτων, αρκετά Αμερικανός ως προς την καθολική απεύθυνση και γνήσιος Ελληνας ως προς την ταυτότητά του. Και είναι αυτό το όραμα που τον έκανε να ξεχωρίζει.